- κεμφώ
- κεμφῶ, -όω (Α)εσφ. γρφαντί κεπφώ*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεπφώ — κεπφῶ και κεμφῶ, όω (Α) [κέπφος] 1. εξαπατώ, παραπλανώ («ὁ δὲ ἐπηκολούθησεν αὐτῇ κεπφωθείς», ΠΔ) 2. παθ. κεπφοῡμαι, όομαι γίνομαι ανόητος σαν τον κέπφο … Dictionary of Greek